- κινῆν
- κῑνῆν , κινέωset in motionpres inf act (epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μοντάρω — (I) 1. τεχνολ. συναρμολογώ τα τμήματα μιας μηχανής 2. (γραφ. τέχν. κινην. φωτογρ.) κάνω μοντάζ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. montare (βλ. λ. μοντάζ)]. (II) βλ. μουντάρω … Dictionary of Greek
φοινικίνην — φοινῑκίνην , φοινίκινος of the date palm fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)